- μαρμάρειος
- μαρμάρειος, -εία, ον (Α)βλ. μαρμάρεος (I).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρμάρειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρειον — μαρμάρειος masc acc sg μαρμάρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρεία — μαρμαρείᾱ , μαρμάρειος fem nom/voc/acc dual μαρμαρείᾱ , μαρμάρειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρεος — (I) μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, α, ον (Α) ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. εος (πρβλ. αργύρ … Dictionary of Greek